- ὑπέρδασυν
- ὑπέρδασυςvery hairymasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρακλίτης — ὁ, Α [παρακλίνω] αυτός που δειπνεί ξαπλωμένος κοντά σε κάποιον, σύνδειπνος, παρακαθήμενος, παρακλίντωρ* («σύνδειπνον καὶ παρακλίτην πεποιημένον ἄνδρα ὑπέρδασύν τε καὶ ὑπέραισχον», Ξεν.) … Dictionary of Greek
υπέραισχρος — ον, ΜΑ [αἰσχρός] πάρα πολύ αισχρός, ανήθικος («ὑπέραισχρον καὶ μιαρόν», Φώτ.) αρχ. πάρα πολύ άσχημος («ἄνδρα ὑπέρδασύν τε καὶ ὑπέραισχρον», Ξεν.) … Dictionary of Greek